- λεωφορειακός
- η , ό[ν] автобусный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεωφορειακός — ή, ό [λεωφορείο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λεωφορείο … Dictionary of Greek
λεωφορειακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το λεωφορείο: Ποιες λεωφορειακές γραμμές περνούν από το κέντρο της πόλης; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)